φωτοβολία: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(6_11) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωτοβολία''': ἡ, τὸ φωτοβολεῖν, [[λάμψις]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 725, πρὸς ἑρμην. τοῦ [[μαρμαρυγή]]. | |lstext='''φωτοβολία''': ἡ, τὸ φωτοβολεῖν, [[λάμψις]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 725, πρὸς ἑρμην. τοῦ [[μαρμαρυγή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φωτοβολία]] Ν<br />[[ακτινοβολία]] φωτός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[φυσικό]] [[μέγεθος]] γνωστό και ως [[ένταση]] φωτεινής πηγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνο</i>-<i>βολία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A beam, ray, Sch.Par.A.R.4.728 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Lichtwerfen, Strahlen, der Strahl, Schol. Ap. Rh. 4, 725.
Greek (Liddell-Scott)
φωτοβολία: ἡ, τὸ φωτοβολεῖν, λάμψις, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 725, πρὸς ἑρμην. τοῦ μαρμαρυγή.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φωτοβολία Ν
ακτινοβολία φωτός
νεοελλ.
φυσ. φυσικό μέγεθος γνωστό και ως ένταση φωτεινής πηγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -βολία (< -βολος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο-βολία].