σωματοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_17) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ [[σῶμα]] ἢ [[πτῶμα]] φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk. | |lstext='''σωμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ [[σῶμα]] ἢ [[πτῶμα]] φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει [[σώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μεταφέρει νεκρό<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing a metallic substance, γῆ Olymp.Alch.p.71 B.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφόρος: -ον, ὁ σῶμα ἢ πτῶμα φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμα
μσν.
αυτός που μεταφέρει νεκρό
αρχ.
(για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φόρος (< φέρω)].