τρυφερόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(6_17) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠφερόβιος''': -ον, ὁ διάγων βίον τρυφερόν, ὁ βιῶν τρυφηλῶς, [[πολυτελής]], [[πολυδάπανος]], Α. Β. 322, 18, ἐν λέξ. [[ἁβροδίαιτος]], Πρόκλ. Παράφρ. σ. 232, Ἡσύχ. ἐν λ. ἁβρὰ βαίνων. | |lstext='''τρῠφερόβιος''': -ον, ὁ διάγων βίον τρυφερόν, ὁ βιῶν τρυφηλῶς, [[πολυτελής]], [[πολυδάπανος]], Α. Β. 322, 18, ἐν λέξ. [[ἁβροδίαιτος]], Πρόκλ. Παράφρ. σ. 232, Ἡσύχ. ἐν λ. ἁβρὰ βαίνων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ζει με τρυφηλό τρόπο, που ζει άνετη και πολυτελή ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφερός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκληρό</i>-<i>βιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A living delicately, luxurious, Φαίακες Phld.Hom. p.23O., cf. AB322, Procl.Par.Ptol.232.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον τρυφερόν, ὁ βιῶν τρυφηλῶς, πολυτελής, πολυδάπανος, Α. Β. 322, 18, ἐν λέξ. ἁβροδίαιτος, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 232, Ἡσύχ. ἐν λ. ἁβρὰ βαίνων.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ζει με τρυφηλό τρόπο, που ζει άνετη και πολυτελή ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -βιος (< βίος), πρβλ. σκληρό-βιος].