ὑπονόθευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
(6_8)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπονόθευσις''': -εως, ἡ, [[δελεασμός]], [[ἀποπλάνησις]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2695Β, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4. 7, σ. 271· ― [[ὡσαύτως]], ὑπονοθευτής, οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, διαφθείρων, ὑπονοθευτὴς τῶν τε οἰκείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 230· γυναικῶν ὑπονοθευτὴς [[αὐτόθι]] 233· καὶ ὑπονοθεύω, [[ὑποφθείρω]], [[διαφθείρω]], Βυζ. ΙΙ. μεταφ., ὑπενόθευσεν ὁ Ἰάσων τὴν ἀρχιερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄. 7).
|lstext='''ὑπονόθευσις''': -εως, ἡ, [[δελεασμός]], [[ἀποπλάνησις]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2695Β, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4. 7, σ. 271· ― [[ὡσαύτως]], ὑπονοθευτής, οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, διαφθείρων, ὑπονοθευτὴς τῶν τε οἰκείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 230· γυναικῶν ὑπονοθευτὴς [[αὐτόθι]] 233· καὶ ὑπονοθεύω, [[ὑποφθείρω]], [[διαφθείρω]], Βυζ. ΙΙ. μεταφ., ὑπενόθευσεν ὁ Ἰάσων τὴν ἀρχιερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄. 7).
}}
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[ὑπονοθεύω]]<br />[[αποπλάνηση]], [[ξεγέλασμα]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονόθευσις Medium diacritics: ὑπονόθευσις Low diacritics: υπονόθευσις Capitals: ΥΠΟΝΟΘΕΥΣΙΣ
Transliteration A: hyponótheusis Transliteration B: hyponotheusis Transliteration C: yponothefsis Beta Code: u(pono/qeusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A seduction, corruption, CIG2695b (Mylasa), Procl.Par.Ptol.271.

German (Pape)

[Seite 1227] εως, ἡ, Verführung, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονόθευσις: -εως, ἡ, δελεασμός, ἀποπλάνησις, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2695Β, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4. 7, σ. 271· ― ὡσαύτως, ὑπονοθευτής, οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, διαφθείρων, ὑπονοθευτὴς τῶν τε οἰκείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 230· γυναικῶν ὑπονοθευτὴς αὐτόθι 233· καὶ ὑπονοθεύω, ὑποφθείρω, διαφθείρω, Βυζ. ΙΙ. μεταφ., ὑπενόθευσεν ὁ Ἰάσων τὴν ἀρχιερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄. 7).

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α ὑπονοθεύω
αποπλάνηση, ξεγέλασμα.