ὑπονόθευσις
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
-εως, ἡ, seduction, corruption, CIG2695b (Mylasa), Procl.Par.Ptol.271.
German (Pape)
[Seite 1227] εως, ἡ, Verführung, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονόθευσις: -εως, ἡ, δελεασμός, ἀποπλάνησις, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2695Β, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4. 7, σ. 271· ― ὡσαύτως, ὑπονοθευτής, οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, διαφθείρων, ὑπονοθευτὴς τῶν τε οἰκείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 230· γυναικῶν ὑπονοθευτὴς αὐτόθι 233· καὶ ὑπονοθεύω, ὑποφθείρω, διαφθείρω, Βυζ. ΙΙ. μεταφ., ὑπενόθευσεν ὁ Ἰάσων τὴν ἀρχιερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄. 7).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α ὑπονοθεύω
αποπλάνηση, ξεγέλασμα.
Translations
seduction
Armenian: գայթակղում, գայթակղություն; Bulgarian: съблазняване, прелъстяване; Catalan: seducció; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: svádění; Danish: forføring; Dutch: verleiding; Finnish: houkuttelu, viettely; French: séduction; Galician: sedución; German: Verführung; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: αποπλάνηση, ξελόγιασμα; Ancient Greek: διαφθορά, διαφθορή, ἠπερόπευμα, θέλγητρον, μαγγάνευμα, οἰκοφθορία, ὄλεθρος, παραγωγή, ὑπονόθευσις, ὑποφθορά, φθορά, φθορή; Japanese: 誘惑; Korean: 유혹; Latin: inlectamentum; Malay: penggodaan; Maori: hīangatanga; Plautdietsch: Vefierunk; Polish: uwodzenie; Portuguese: sedução; Russian: обольщение, совращение, соблазн; Spanish: seducción; Telugu: ప్రలోభము; Vietnamese: sự quyến rũ, sự dụ dỗ