ὑψιπετής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
(44)
(44)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑψιπέτης]], ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α<br />αυτός που πετάει στα ύψη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις [[φαντασία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]] «[[πετώ]]»].
|mltxt=ο / [[ὑψιπέτης]], ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α<br />αυτός που πετάει στα ύψη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις [[φαντασία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]] «[[πετώ]]»].
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑψιπετής]], -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από [[ψηλά]], [[ουρανοκατέβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους πτηνών·|| <b>αρχ.</b> [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαμαι</i>-<i>πετής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπετής Medium diacritics: ὑψιπετής Low diacritics: υψιπετής Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: hypsipetḗs Transliteration B: hypsipetēs Transliteration C: ypsipetis Beta Code: u(yipeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω)

   A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid.    2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.).    3 v. foreg. fin.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτω), ὁ ἐκ τοῦ ὕψους, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Εὐστ. 1520. 60, Σουΐδ.· πρβλ. Διϊπετής· ― καθόλου, οὐράνιον ὑψ. ἐς μέλαθρον Εὐρ. Ἑκ. 1100, πρβλ. τὸ τῆς σημερινῆς «οὐρανοκατέβατος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 309, 310.

Greek Monolingual

ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α
αυτός που πετάει στα ύψη
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πέτης (< πέτομαι «πετώ»].

Greek Monolingual

-ές / ὑψιπετής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·