ὑποκαπνίζω: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(6_2)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκαπνίζω''': [[καπνίζω]] τι [[κάτωθεν]], θυμιῶ, Γαλην. 14. 551.
|lstext='''ὑποκαπνίζω''': [[καπνίζω]] τι [[κάτωθεν]], θυμιῶ, Γαλην. 14. 551.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποκαπνίζω]] ΝΜΑ<br />[[παράγω]] καπνό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απολυμαίνω]] κλειστό χώρο με υποκαπνισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βάζω]] [[φωτιά]] και [[παράγω]] καπνό [[κάτω]] από [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαπνίζω Medium diacritics: ὑποκαπνίζω Low diacritics: υποκαπνίζω Capitals: ΥΠΟΚΑΠΝΙΖΩ
Transliteration A: hypokapnízō Transliteration B: hypokapnizō Transliteration C: ypokapnizo Beta Code: u(pokapni/zw

English (LSJ)

   A burn for purpose of fumigation, ζειάς Hp.Mul.2.117, cf. Gal.14.551.

German (Pape)

[Seite 1219] Rauch darunter machen, räuchern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαπνίζω: καπνίζω τι κάτωθεν, θυμιῶ, Γαλην. 14. 551.

Greek Monolingual

ὑποκαπνίζω ΝΜΑ
παράγω καπνό για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
απολυμαίνω κλειστό χώρο με υποκαπνισμό
μσν.-αρχ.
βάζω φωτιά και παράγω καπνό κάτω από κάτι.