σύντευξις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύντευξις''': ἡ, ([[συντυγχάνω]]) [[συντυχία]], τὴν τοιαύτην σύντευξιν καὶ τύχην Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 11, Φώτ. ἐν λέξ. | |lstext='''σύντευξις''': ἡ, ([[συντυγχάνω]]) [[συντυχία]], τὴν τοιαύτην σύντευξιν καὶ τύχην Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 11, Φώτ. ἐν λέξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εύξεως, ἡ, Α [[συντυγχάνω]]<br />τυχαία [[συνάντηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (συντυγχάνω)
A coincidence, M.Ant.3.11, Phot.
German (Pape)
[Seite 1035] εως, ἡ, wie συντυχία, das Zusammentreffen, die Unterredung, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σύντευξις: ἡ, (συντυγχάνω) συντυχία, τὴν τοιαύτην σύντευξιν καὶ τύχην Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 11, Φώτ. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
-εύξεως, ἡ, Α συντυγχάνω
τυχαία συνάντηση.