χοροστασία: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />formation de chœurs ; chœur, danse.<br />'''Étymologie:''' [[χοροστάτης]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />formation de chœurs ; chœur, danse.<br />'''Étymologie:''' [[χοροστάτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α [[χοροστάτης]]<br /><b>1.</b> η [[σύσταση]] και η [[εκτέλεση]] χορού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[χορός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> η [[παρουσία]] αρχιερέα στη [[θεία]] [[λειτουργία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. χοροστασίη, ἡ,
A institution of choruses: generally, chorus, dance, AP.7.613.6 (Diog.), 9.603 (Antip.): pl., Call.Lav.Pall.66, IG14.1389 i 58.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Anstellen von Chören u. Reigentänzen, die damit begangene Feier, übh. Tanz, Reigen; oft in der Anth.: χοροστασίης ἔργα Antp. χοροστασίην ἄγειν Leontius 6 (Plan. 284).
Greek (Liddell-Scott)
χοροστᾰσία: ἡ, σύστασις χορῶν· καθόλου, χορός, ὄρχησις, Ἀνθ. Παλατ. 7. 613., 9. 603· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 66, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Β. 58. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
formation de chœurs ; chœur, danse.
Étymologie: χοροστάτης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α χοροστάτης
1. η σύσταση και η εκτέλεση χορού
2. (κατ' επέκτ.) χορός
νεοελλ.
εκκλ. η παρουσία αρχιερέα στη θεία λειτουργία.