ὑπέρβλυσις: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_8) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρβλυσις''': -εως, ἡ, [[αὔξησις]] εἰς μέγαν βαθμόν, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Σουΐδ. ἐν λέξ. Καλλισθένης. ΙΙ. [[ἀφθονία]], Φωτίου Ἐπιστ. σ. 92. 2. | |lstext='''ὑπέρβλυσις''': -εως, ἡ, [[αὔξησις]] εἰς μέγαν βαθμόν, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Σουΐδ. ἐν λέξ. Καλλισθένης. ΙΙ. [[ἀφθονία]], Φωτίου Ἐπιστ. σ. 92. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύσεως, ἡ, ΜΑ [[ὑπερβλύζω]]<br />[[υπερεκχείλιση]], ξεχύλισμα<br /><b>μσν.</b><br />[[αφθονία]], [[πληθώρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a gushing over, eruption, φθειρῶν Suid. s.v. Καλλισθένης; gloss on διαφλύξιες, Gal.19.92 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1193] ἡ, das Ueberfließen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβλυσις: -εως, ἡ, αὔξησις εἰς μέγαν βαθμόν, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Σουΐδ. ἐν λέξ. Καλλισθένης. ΙΙ. ἀφθονία, Φωτίου Ἐπιστ. σ. 92. 2.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, ΜΑ ὑπερβλύζω
υπερεκχείλιση, ξεχύλισμα
μσν.
αφθονία, πληθώρα.