Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρύγος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_22)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρύγος''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[τρύγη]], Γουδ. Ἐτυμ. 536· [[τρύγος]], ὁ, «[[τρυγητός]]· ὁ [[τρύγος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''τρύγος''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[τρύγη]], Γουδ. Ἐτυμ. 536· [[τρύγος]], ὁ, «[[τρυγητός]]· ὁ [[τρύγος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br />η [[συγκομιδή]] ώριμων καρπών και [[ιδίως]] τών σταφυλιών, ο [[τρυγητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εποχή]] του τρυγητού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μπήκαμε στον τρύγο» — αρχίσαμε τον τρυγητό<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[θέρος]], [[τρύγος]], [[πόλεμος]]» — λέγεται για περιστάσεις [[κατά]] τις οποίες απαιτείται έντονη [[προσπάθεια]], αυξημένη [[δραστηριότητα]].———————— <b>(II)</b><br />το, ΝΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[τρυγητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[τρύγη]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγος Medium diacritics: τρύγος Low diacritics: τρύγος Capitals: ΤΡΥΓΟΣ
Transliteration A: trýgos Transliteration B: trygos Transliteration C: trygos Beta Code: tru/gos

English (LSJ)

τό, later form for τρύγη, Et.Gud.536, Antioch.Astr. in

   A Cat. Cod.Astr.7.126, Gloss.; τρύγος, ὁ, Hsch. s.v. τρυγητός.

German (Pape)

[Seite 1155] ὁ, spätere Form statt τρύγη, Spohn Niceph. Blemm. p. 41.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγος: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τρύγη, Γουδ. Ἐτυμ. 536· τρύγος, ὁ, «τρυγητός· ὁ τρύγος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η συγκομιδή ώριμων καρπών και ιδίως τών σταφυλιών, ο τρυγητός
νεοελλ.
1. η εποχή του τρυγητού
2. φρ. «μπήκαμε στον τρύγο» — αρχίσαμε τον τρυγητό
3. παροιμ. φρ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» — λέγεται για περιστάσεις κατά τις οποίες απαιτείται έντονη προσπάθεια, αυξημένη δραστηριότητα.———————— (II)
το, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
νεοελλ.
ο τρυγητός
αρχ.
η τρύγη.