χρεάρπαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_4)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρεάρπαξ''': ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰ χρέη, τὰ χρήματα, δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε Μανέθων 4. 330.
|lstext='''χρεάρπαξ''': ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰ χρέη, τὰ χρήματα, δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε Μανέθων 4. 330.
}}
{{grml
|mltxt=-[[άγος]], ὁ, Α<br />αυτός που αρπάζει τις χρηματικές οφειλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρέος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἅρπαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὑδρ</i>-[[άρπαξ]], <i>φιλ</i>-[[άρπαξ]])].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεάρπαξ Medium diacritics: χρεάρπαξ Low diacritics: χρεάρπαξ Capitals: ΧΡΕΑΡΠΑΞ
Transliteration A: chreárpax Transliteration B: chrearpax Transliteration C: chrearpaks Beta Code: xrea/rpac

English (LSJ)

ᾰγος, ὁ,

   A one who grasps at money, Man.4.330.

German (Pape)

[Seite 1370] ὁ, der Geld an sich Raffende, Maneth. 4, 330.

Greek (Liddell-Scott)

χρεάρπαξ: ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰ χρέη, τὰ χρήματα, δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε Μανέθων 4. 330.

Greek Monolingual

-άγος, ὁ, Α
αυτός που αρπάζει τις χρηματικές οφειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + ἅρπαξ (πρβλ. ὑδρ-άρπαξ, φιλ-άρπαξ)].