τηΰσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' DELG vieil adj. poét.
|btext=α, ον :<br />vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' DELG vieil adj. poét.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ταΰσιος]], -ία, -ον, Α<br />[[μάταιος]], [[ανώφελος]] («τηϋσίην ὁδόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί —μέσω μιας αρχικής σημ. «[[απατηλός]]»— στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>t</i><i>ā</i><i>i</i>- «[[κλέβω]]», <i>t</i><i>ā</i><i>iu</i>-<i>s</i>- «[[κλέφτης]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. με σημ. «[[κλέφτης]]» αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>yu</i>, αβεστ. <i>t</i><i>ā</i><i>yu</i>-, αρχ. σλαβ. <i>tatb</i>, με οδοντική [[παρέκταση]]). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, το επίθ. [[τηΰσιος]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>τηΰς</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>t</i><i>ā</i><i>iu</i>-<i>s</i>) με κατάλ. -<i>σιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐτώσιος]]: [[ἐτός]]). Η λ., [[τέλος]], συνδέεται με το ρ. <i>τητῶμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηΰσιος Medium diacritics: τηΰσιος Low diacritics: τηΰσιος Capitals: ΤΗΫΣΙΟΣ
Transliteration A: tēÿ́sios Transliteration B: tēusios Transliteration C: tiysios Beta Code: thu/+sios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Dor. τᾱΰσιος (Alcm.92, B.5.81),

   A idle, vain, undertaken to no purpose, τηϋσίη ὁδός Od.3.316, 15.13; τηΰσιον ἔπος an idle, rash word, h.Ap.540; μὴ ταΰσιον προΐει ὀϊστόν B. l.c.; τ. πόδες A.R.3.651. Adv. τηϋσίως Theoc.25.230. Cf. αὔσιος.

Greek (Liddell-Scott)

τηΰσιος: -α, -ον, μάταιος, πρὸς οὐδὲν ὠφέλιμος, ἀνωφελής, μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον ἔπος, μάταιος, τραχὺς λόγος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ τύπος ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ τύπος αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
vain, inutile.
Étymologie: DELG vieil adj. poét.

Greek Monolingual

και ταΰσιος, -ία, -ον, Α
μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί —μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός»— στην ΙΕ ρίζα (s)tāi- «κλέβω», tāiu-s- «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ. ινδ. tāyu, αβεστ. tāyu-, αρχ. σλαβ. tatb, με οδοντική παρέκταση). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το επίθ. τηΰσιος έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τηΰς (< ΙΕ tāiu-s) με κατάλ. -σιος (πρβλ. ἐτώσιος: ἐτός). Η λ., τέλος, συνδέεται με το ρ. τητῶμαι].