τῆλις: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_8)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῆλις''': εως καὶ ιδος, ἡ, ἔλλοβον (ὀσπριῶδες) [[φυτόν]], κοινῶς «μοσχοσίταρον», foenum Graecum, Ἱππ. 668. 27, Θεοφράστου π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 2.
|lstext='''τῆλις''': εως καὶ ιδος, ἡ, ἔλλοβον (ὀσπριῶδες) [[φυτόν]], κοινῶς «μοσχοσίταρον», foenum Graecum, Ἱππ. 668. 27, Θεοφράστου π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. -ιος και [[τήλη]], -ης, Α<br />το [[φυτό]] [[τήλι]], [[είδος]] του γένους [[κορίανδρο]] ή [[κόλιαντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />τᾱλις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με το αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>la</i>- «[[κρασί]] από φοίνικες», το λατ. <i>t</i><i>ā</i><i>lea</i> «[[πάσσαλος]], [[μόσχευμα]]», [[καθώς]] και με το ελλ. [[τᾶλις]] δεν θεωρούνται πιθανές].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῆλις Medium diacritics: τῆλις Low diacritics: τήλις Capitals: ΤΗΛΙΣ
Transliteration A: tē̂lis Transliteration B: tēlis Transliteration C: tilis Beta Code: th=lis

English (LSJ)

ἡ, gen. εως Hp.Mul.2.194, PTeb.55.8 (ii B.C.), etc., also ιος Hp.Epid.5.68 (= 7.65), PLille37.5,al.,

   A PLond.ined.2360, PCair.Zen. 731.10 (all iii B.C.):—fenugreek, Trigonella Foenum-graecum, Il. cc., Thphr.HP3.17.2, PLond.1.131.290 (i A.D.), Dsc.2.102, Sor.1.56, al., Gal.6.537, PHolm.15.25, etc.; written τίλ- in good codd. of Gp.2.18.11, al.
τῆλις, ιδος, ἡ,

   A v. τᾶλις.

German (Pape)

[Seite 1107] ιδος, ἡ, s. τᾶλις. εως u. ιδος, ἡ, ein Hülsengewächs, Bockshorn, foenum graecum; Ammian. 20 (XI, 413); Luc. Tragodop.

Greek (Liddell-Scott)

τῆλις: εως καὶ ιδος, ἡ, ἔλλοβον (ὀσπριῶδες) φυτόν, κοινῶς «μοσχοσίταρον», foenum Graecum, Ἱππ. 668. 27, Θεοφράστου π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 2.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. -ιος και τήλη, -ης, Α
το φυτό τήλι, είδος του γένους κορίανδρο ή κόλιαντρο
αρχ.
τᾱλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με το αρχ. ινδ. tāla- «κρασί από φοίνικες», το λατ. tālea «πάσσαλος, μόσχευμα», καθώς και με το ελλ. τᾶλις δεν θεωρούνται πιθανές].