ὑπερφερής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6_7)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερφερής''': -ές, [[ἀνώτερος]], [[ἔξοχος]] Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''ὑπερφερής''': -ές, [[ἀνώτερος]], [[ἔξοχος]] Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που [[είναι]] ψηλότερος από άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[έξοχος]], ο [[υπέροχος]] (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν [[ὑπερφερής]], τόπῳ [[ἴσως]] ἢ ἐνδοξότητι», <b>Ευστ.</b><br />β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους [[εἶναι]]», Επιφάν.<br />γ. «καὶ ἡ [[πρόσοψις]] αὐτῆς [[ὑπερφερής]]», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερφερῶς</i> Α<br />[[έξοχα]], υπέροχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>φερής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφερής Medium diacritics: ὑπερφερής Low diacritics: υπερφερής Capitals: ΥΠΕΡΦΕΡΗΣ
Transliteration A: hyperpherḗs Transliteration B: hyperpherēs Transliteration C: yperferis Beta Code: u(perferh/s

English (LSJ)

ές,

   A pre-eminent, excellent, LXX Da.2.31, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in Wien.Stud.20.319.

German (Pape)

[Seite 1203] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = ὑπερηφανής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφερής: -ές, ἀνώτερος, ἔξοχος Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους
2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ.
β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους εἶναι», Επιφάν.
γ. «καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής», ΠΔ).
επίρρ...
ὑπερφερῶς Α
έξοχα, υπέροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].