τεοῦ: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
(6_6)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεοῦ''': Ἐπικ. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἀντωνυμ. σύ, Καλλ. εἰς Δήμ. 98, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 356.
|lstext='''τεοῦ''': Ἐπικ. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἀντωνυμ. σύ, Καλλ. εἰς Δήμ. 98, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 356.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[τεοῦ]])<br />(δωρ. τ. γεν. εν. της προσ. αντων. β' προσ. <i>σύ</i>) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεοῦ Medium diacritics: τεοῦ Low diacritics: τεού Capitals: ΤΕΟΥ
Transliteration A: teoû Transliteration B: teou Transliteration C: teoy Beta Code: teou=

English (LSJ)

Dor. gen. of σύ, Epich.145, Sophr.84, Call.Cer.99, cf. A.D. Pron.75.16.    II τέου, gen. of τίς, Archil.95.

German (Pape)

[Seite 1092] ep. u. dor. gen. von σύ statt σοῦ, Callim. Cer. 99; s. Apoll. Dysc. de pron. p. 356.

Greek (Liddell-Scott)

τεοῦ: Ἐπικ. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἀντωνυμ. σύ, Καλλ. εἰς Δήμ. 98, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 356.

Greek Monolingual

τεοῦ)
(δωρ. τ. γεν. εν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.