ταλασίφρων: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[root]] ταλ, [[φρήν]]): stouthearted; epith. esp. of [[Odysseus]]. | |auten=([[root]] ταλ, [[φρήν]]): stouthearted; epith. esp. of [[Odysseus]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[ταλάφρων]] («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ [[δέος]] εἷλεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) [[καρτερόψυχος]], [[γενναιόψυχος]] («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο [[πολλά]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ταλάφρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (Τλάω)
A patient of mind, stout-hearted, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν Il.4.421; mostly as epith. of Odysseus, 11.466, Od.1.87,129, al., Hes.Th.1012; δμῶες τ. Theoc.24.50.
German (Pape)
[Seite 1065] ονος, mit duldender, ausharrender Seele, mit wagendem, kühnem Geiste, unerschrocken, muthig; bei Hom. gewöhnliches Beiwort des Odysseus, Il. 11, 466 u. oft in der Od.; eben so bei Hes. Th. 1012; ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, Il. 4, 421.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (*τλάω) καρτερικός, καρτερόψυχος, ὑπομενητικός, ἀπτόητος, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, «καὶ τὸν πάνυ καρτερικὸν φόβος ἔλαβε» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 421· ὡς τὸ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπίθετον τοῦ Ὀδυσσέως, Λ. 466, Ἡσ. Θ. 1012, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ταλ. δμῶες Θεόκρ. 24. 50.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’âme courageuse.
Étymologie: τλάω, φρήν.
English (Autenrieth)
(root ταλ, φρήν): stouthearted; epith. esp. of Odysseus.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. ο ταλάφρων («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων.