καρτερόψυχος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

German (Pape)

[Seite 1331] von starker Seele, mutig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων κρατεράν, ἰσχυρὰν ψυχήν, ἀνδρεῖος, Ἰω. Χρυσ. τ. 7. 532, 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καρτερόψυχος, -ον)
αυτός που έχει γενναία ψυχή, ο γενναιόψυχος, ο ανδρείος.
επίρρ...
καρτεροψύχως
με γενναιοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιόψυχος, σκληρόψυχος].