φρύνιον: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(6_3)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρύνιον''': [ῡ], τό, [[φυτόν]] τι, ἄλλως [[βατράχιον]] καὶ [[ποτήριον]], Διοσκ. 3. 17.
|lstext='''φρύνιον''': [ῡ], τό, [[φυτόν]] τι, ἄλλως [[βατράχιον]] καὶ [[ποτήριον]], Διοσκ. 3. 17.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[φρύνη]] / <i>φρῡνος</i>]<br />[[είδος]] φυτού.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρύνιον Medium diacritics: φρύνιον Low diacritics: φρύνιον Capitals: ΦΡΥΝΙΟΝ
Transliteration A: phrýnion Transliteration B: phrynion Transliteration C: frynion Beta Code: fru/nion

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A = ποτίρριον, Dsc.3.15.    2 = βατράχιον1, Ps.- Dsc.2.175.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, eine Pflanze, auch βατράχιον genannt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φρύνιον: [ῡ], τό, φυτόν τι, ἄλλως βατράχιον καὶ ποτήριον, Διοσκ. 3. 17.

Greek Monolingual

τὸ, Α φρύνη / φρῡνος]
είδος φυτού.