φωταγωγία: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(eksahir) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[proceso para obtener una luz sobrenatural]], [[fórmula]] | |esgtx=[[proceso para obtener una luz sobrenatural]], [[fórmula]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φωταγωγός]]<br />[[πλούσιος]] [[φωτισμός]], [[φωταγώγηση]], [[φωτοχυσία]]<br />(μσν.- αρχ.) [[διαφώτιση]] της ψυχής και του πνεύματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για αστέρα) [[καθοδήγηση]] με [[εκπομπή]] φωτός. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A magical process of drawing down supernatural illumination, PMag.Par.1.955, Vett. Val.301.22 φωτᾰγωγ-ός, όν, enlightening, illuminating, of the sun, Mich. in EN554.29; bringing to light, ἀθεμίστων πραγμάτων PMag.Lond. 46.190. II ἡ φ. (sc. θυρίς) opening for light, window, Luc.Symp. 20, Dom.6.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
φωτᾰγωγία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φωτοχυσία, φωτισμός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 624C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 260C, Ψευδοδιονύσ. Ἀρεοπ. 425Α.
Spanish
proceso para obtener una luz sobrenatural, fórmula
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φωταγωγός
πλούσιος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία
(μσν.- αρχ.) διαφώτιση της ψυχής και του πνεύματος
αρχ.
(για αστέρα) καθοδήγηση με εκπομπή φωτός.