χοληδόχος: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(6_17) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χοληδόχος''': -ον, ὁ δεχόμενος περιέχων τὴν χολήν, [[κύστις]] χ., εἰς ἣν ἐκ τοῦ [[ἥπατος]] συνάγεται ἡ [[χολή]], καὶ [[χοληδόχος]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[κύστις]]) Γαλην. τ. 3, σ. 208, τ. 4, σ. 102, 143, 381· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 635. | |lstext='''χοληδόχος''': -ον, ὁ δεχόμενος περιέχων τὴν χολήν, [[κύστις]] χ., εἰς ἣν ἐκ τοῦ [[ἥπατος]] συνάγεται ἡ [[χολή]], καὶ [[χοληδόχος]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[κύστις]]) Γαλην. τ. 3, σ. 208, τ. 4, σ. 102, 143, 381· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 635. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χολοδόχος]], -ο / [[χοληδόχος]] και [[χολοδόχος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>α</i>, Ν, και [[χολιοδόχος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[χολή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χοληδόχος]] [[κύστη]]» και «[[χοληδόχος]] [[κύστις]]»<br /><b>ανατ.</b> μεμβρανώδης [[απιοειδής]] [[σάκος]], προσαρτημένος στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του [[ήπατος]], για την [[αποθήκευση]] της χολής στα μεσοδιαστήματα τών γευμάτων<br />β) «[[χοληδόχος]] [[πόρος]]»<br /><b>ανατ.</b> το τελικό [[τμήμα]] της κύριας χοληφόρου οδού, [[συνέχεια]] του κοινού ηπατικού πόρου, [[μετά]] την [[εκβολή]] του κυστικού πόρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόλος]] / [[χολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>καπνο</i>-<i>δόχος</i>, <i>οὐρο</i>-<i>δόχος</i>. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>choledoch</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A containing bile, κύστις χ. gall-bladder, Alex.Aphr. Pr.1.40; ἡ χ. (without κύστις) Gal.UP4.12; τὸ χ. ἀγγεῖον ib.5.2.
German (Pape)
[Seite 1363] die Galle aufnehmend, fassend, Lob. Phryn. 635.
Greek (Liddell-Scott)
χοληδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος περιέχων τὴν χολήν, κύστις χ., εἰς ἣν ἐκ τοῦ ἥπατος συνάγεται ἡ χολή, καὶ χοληδόχος (ἄνευ τοῦ κύστις) Γαλην. τ. 3, σ. 208, τ. 4, σ. 102, 143, 381· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 635.
Greek Monolingual
και χολοδόχος, -ο / χοληδόχος και χολοδόχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν, και χολιοδόχος, -ον, Α
1. αυτός που περιέχει χολή
2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις»
ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια του ήπατος, για την αποθήκευση της χολής στα μεσοδιαστήματα τών γευμάτων
β) «χοληδόχος πόρος»
ανατ. το τελικό τμήμα της κύριας χοληφόρου οδού, συνέχεια του κοινού ηπατικού πόρου, μετά την εκβολή του κυστικού πόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, οὐρο-δόχος. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. choledoch].