συνεξανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1.
|lstext='''συνεξανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανοίγω]]<br />[[ανοίγω]] από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανοίγω]]<br />[[ανοίγω]] από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», <b>Ιώσ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐξανοίγω]]<br />[[ανοίγω]] από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξανοίγω Medium diacritics: συνεξανοίγω Low diacritics: συνεξανοίγω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: synexanoígō Transliteration B: synexanoigō Transliteration C: syneksanoigo Beta Code: sunecanoi/gw

English (LSJ)

   A help one to open a way, c. dat., v.l. in J. BJ5.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1.

Greek Monolingual

Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).

Greek Monolingual

Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).