συνθάλπω: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=échauffer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάλπω]]. | |btext=échauffer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάλπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]] επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάλπω]] «[[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
A warm thoroughly, ἑαυτούς Plu.2.974c, cf. Hp.Salubr.7:— Pass., Id.Aff.15. 2 metaph., warm or soothe by cheering words, μηδέ μ' . . ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν A.Pr.685.
Greek (Liddell-Scott)
συνθάλπω: θερμαίνω ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., θάλπω ἢ καταπραΰνω διὰ κολακευτικῶν λόγων προσέτι, μηδὲ μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.
French (Bailly abrégé)
échauffer ensemble.
Étymologie: σύν, θάλπω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α
1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»].