σωματοφυλακία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_11) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτοφῠλᾰκία''': ἡ, τὸ σωματοφυλακεῖν, Διόδ. 16, 93, 17. 65. | |lstext='''σωμᾰτοφῠλᾰκία''': ἡ, τὸ σωματοφυλακεῖν, Διόδ. 16, 93, 17. 65. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[σωματοφύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br />η [[ιδιότητα]] του σωματοφύλακα, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[σωματοφύλακας]] («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», <b>Διόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A guarding the body or person, D.S.16.93, 17.65.
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, Beschützung des Leibes, Leibmache, D. Sic. 16, 93.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ, τὸ σωματοφυλακεῖν, Διόδ. 16, 93, 17. 65.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σωματοφύλαξ, -ακος]
η ιδιότητα του σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.).