σωματεμπορία: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_11) |
(40) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωματεμπορία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ σωματεμπόρου, [[ἐμπόριον]] δούλων, Γλωσσ. | |lstext='''σωματεμπορία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ σωματεμπόρου, [[ἐμπόριον]] δούλων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σωματέμπορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[προμήθεια]] σε άτομα ή σε οίκους ανοχής [[γυναικών]] ή ανηλίκων για [[ασέλγεια]], αλλ. [[εμπόριο]] λευκής σάρκας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το δουλεμπόριο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:57, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, Sklavenhandel (?).
Greek (Liddell-Scott)
σωματεμπορία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σωματεμπόρου, ἐμπόριον δούλων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σωματέμπορος
νεοελλ.
η προμήθεια σε άτομα ή σε οίκους ανοχής γυναικών ή ανηλίκων για ασέλγεια, αλλ. εμπόριο λευκής σάρκας
μσν.-αρχ.
το δουλεμπόριο.