τειχομάχος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(c2) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. [[τειχομάχης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. [[τειχομάχης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[τειχομάχος]], -ον, ΝΜΑ [[τειχομαχῶ]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μάχεται [[πάνω]] στο [[τείχος]], που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη<br /><b>2.</b> (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «[[τειχομάχος]] [[σίδηρος]]», <b>Αππ.</b><br />β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A defending a wall, App.Hisp. 93: but τ. σίδηρος for demolishing walls, Id.BC5.36: = vinearius, Lyd.Mag.1.46.
German (Pape)
[Seite 1081] um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. τειχομάχης.
Greek Monolingual
ο / τειχομάχος, -ον, ΝΜΑ τειχομαχῶ
1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη
2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ.
β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.).