ταγηνοστρόφιον: Difference between revisions
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(6_9) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰγηνοστρόφιον''': ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, [[εἶδος]] ξυστῆρος, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον». | |lstext='''τᾰγηνοστρόφιον''': ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, [[εἶδος]] ξυστῆρος, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />μαγειρικό [[σκεύος]] με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] «[[τηγάνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στρόφιον]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> [[κλινοστρόφιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A slice for turning things over in a frying-pan, Poll.6.89, 10.98:—written τηγανόστροφον in Hsch. s.v. [[li/<s>trion]].
German (Pape)
[Seite 1063] τό, Werkzeug, in der Pfanne zu rühren, Rührlöffel, Poll. 10, 98.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰγηνοστρόφιον: ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν ἐργαλεῖον δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, εἶδος ξυστῆρος, Πολυδ. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».
Greek Monolingual
τὸ, Α
μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + -στρόφιον (< -στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον.