τερατούργημα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_22) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τερᾰτούργημα''': τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ [[πρᾶξις]], Μεθόδ. 372C. | |lstext='''τερᾰτούργημα''': τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ [[πρᾶξις]], Μεθόδ. 372C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τερατουργῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τερατώδες [[έργο]]<br /><b>2.</b> αποτρόπαιη [[πράξη]], [[ενέργεια]] ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράξη]] που προκαλεί [[έκπληξη]], θαυμασμό και φόβο, [[θαύμα]]<br /><b>2.</b> [[αφήγηση]] θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, [[τερατολογία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A miracle, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.
German (Pape)
[Seite 1093] τό, Wunderthat, Gaukelei, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτούργημα: τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ πρᾶξις, Μεθόδ. 372C.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τερατουργῶ
νεοελλ.
1. τερατώδες έργο
2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας
μσν.-αρχ.
1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα
2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, τερατολογία.