τετραμέτρητος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετραμέτρητος''': ὁ χωρῶν τέσσαρας μετρητάς, τετρ. κρατῆρες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 199Ε. | |lstext='''τετραμέτρητος''': ὁ χωρῶν τέσσαρας μετρητάς, τετρ. κρατῆρες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 199Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπορεί να περιλάβει [[τέσσερεις]] μετρητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μετρητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἰσο</i>-<i>μέτρητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A containing four μετρηταί, Callix.2.
German (Pape)
[Seite 1098] vier μετρηταί haltend, Ath. V, 199 d.
Greek (Liddell-Scott)
τετραμέτρητος: ὁ χωρῶν τέσσαρας μετρητάς, τετρ. κρατῆρες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 199Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις μετρητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μετρητός (< μετρῶ), πρβλ. ἰσο-μέτρητος].