Τερψιχόρη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[Τερψιχόρα]].
|btext=v. [[Τερψιχόρα]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. Τερψιχόρα Α<br /><b>μυθ.</b> μία από τις [[εννέα]] Μούσες, [[κόρη]] του [[Διός]] και της Μνημοσύνης, που ήταν [[προστάτιδα]] τών ασμάτων και της ορχηστρικής τέχνης και η οποία είχε ως σύμβολα τη [[λύρα]] και τον αυλό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> πυθαγόρεια [[ονομασία]] του αριθμού <i>9</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χόρη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορός]])].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τερψῐχόρη Medium diacritics: Τερψιχόρη Low diacritics: Τερψιχόρη Capitals: ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ
Transliteration A: Terpsichórē Transliteration B: Terpsichorē Transliteration C: Terpsichori Beta Code: *teryixo/rh

English (LSJ)

ἡ, Dor. and Att. Τερψῐ-χόρᾱ Pi.I.2.7, Pl.Phdr.259c, cf. Choerob.in Theod.2.42 H.:—Terpsichore. the Muse of the dance, Hes. Th.78, etc.    2 Pythag. name of 9, Theol.Ar.58.

Greek (Liddell-Scott)

Τερψιχόρη: ἡ, Δωρικ. -χόρᾱ Πινδ. Ι. 2. 12, ὡς καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259C, πρβλ. Α. Β. 1173 - ἡ ἐπὶ τοῖς χοροῖς τερπομένη, μία τῶν ἐννέα Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78 κλπ.

French (Bailly abrégé)

v. Τερψιχόρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. Τερψιχόρα Α
μυθ. μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Διός και της Μνημοσύνης, που ήταν προστάτιδα τών ασμάτων και της ορχηστρικής τέχνης και η οποία είχε ως σύμβολα τη λύρα και τον αυλό
αρχ.
το θηλ. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού 9.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -χόρη (< χορός)].