τήλιστος: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6_10) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τήλιστος''': -η, -ον, ([[τηλοῦ]]) ὑπερθετ. [[ἄνευ]] θετικοῦ ἢ συγκρ. ἐν χρήσει, μακρότατα ἀπέχων, ἀπώτατος, διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Π. 485, ἀντὶ [[τρίλλιστος]]· οὐδ. τήλιστον, τήλιστα, ὡς ἐπίρρ., πορρωτάτω, Ὀρφ. Ἀργ. 179. 1186. | |lstext='''τήλιστος''': -η, -ον, ([[τηλοῦ]]) ὑπερθετ. [[ἄνευ]] θετικοῦ ἢ συγκρ. ἐν χρήσει, μακρότατα ἀπέχων, ἀπώτατος, διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Π. 485, ἀντὶ [[τρίλλιστος]]· οὐδ. τήλιστον, τήλιστα, ὡς ἐπίρρ., πορρωτάτω, Ὀρφ. Ἀργ. 179. 1186. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[μακρινός]], [[απώτατος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τήλιστα</i> Α<br />πολύ [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>τήλιστα</i> <span style="color: red;"><</span> [[τῆλε]], [[κατά]] το <i>ἄγχ</i>-<i>ιστα</i>, ενώ, το επίθ. [[τήλιστος]] σχηματίστηκε από το επίρρ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, (τηλοῦ) Sup. without Posit. or Comp . .
A farthest, most remote, Parth.Fr.8 (-ίτων codd. St. Byz.), v.l. (ap.Eust.) for τρίλλιστος in D.P.485: neut. τήλιστα as Adv., farthest, Orph.A.181; cf. τηλωπός) 1.
German (Pape)
[Seite 1107] einzeln stehender superl. zu τηλοῦ, der Fernste, u. adv. τήλιστον u. τήλιστα, in weitester
Greek (Liddell-Scott)
τήλιστος: -η, -ον, (τηλοῦ) ὑπερθετ. ἄνευ θετικοῦ ἢ συγκρ. ἐν χρήσει, μακρότατα ἀπέχων, ἀπώτατος, διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Π. 485, ἀντὶ τρίλλιστος· οὐδ. τήλιστον, τήλιστα, ὡς ἐπίρρ., πορρωτάτω, Ὀρφ. Ἀργ. 179. 1186.
Greek Monolingual
-ίστη, -ον, Α
πάρα πολύ μακρινός, απώτατος.
επίρρ...
τήλιστα Α
πολύ μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ-ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.].