τίλμα: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />poil épilé.<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
|btext=ατος (τό) :<br />poil épilé.<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[τίλλω]]<br />[[μοτός]], [[ξαντό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στουπί]] από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως [[γάζα]] σε περιπτώσεις τραυματισμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίλση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τίλματα</i>- <b>ιατρ.</b> διαστρέμματα.
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλμα Medium diacritics: τίλμα Low diacritics: τίλμα Capitals: ΤΙΛΜΑ
Transliteration A: tílma Transliteration B: tilma Transliteration C: tilma Beta Code: ti/lma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything pulled or shredded, lint, Hp.Decent.8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.    II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b.    III = τίλσις, Herod.2.69 (pl.).    IV in later Medic. language, τίλματα sprains, Gal.18(1).682.

German (Pape)

[Seite 1114] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.

Greek (Liddell-Scott)

τίλμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = τίλσις, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil épilé.
Étymologie: τίλλω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τίλλω
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.