τροπιδεῖον: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(6_21) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροπιδεῖον''': τό, = [[τρόπις]], τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, [[ὅστις]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - [[Κατὰ]] Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ [[τόπος]] ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ [[τρόπις]].» | |lstext='''τροπιδεῖον''': τό, = [[τρόπις]], τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, [[ὅστις]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - [[Κατὰ]] Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ [[τόπος]] ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ [[τρόπις]].» | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[τρόπιδα]], [[καρίνα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» — [[τοποθετώ]] την [[τρόπιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπις]], -<i>ιδος</i> «[[καρίνα]] πλοίου» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φορ</i>-<i>εῖον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v. l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τροπιδεῖον: τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, ὅστις τύπος ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - Κατὰ Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ τόπος ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ τρόπις.»
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. τρόπιδα, καρίνα
2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» — τοποθετώ την τρόπιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα -εῖον (πρβλ. φορ-εῖον)].