τρυπανισμός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(6_14)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡπᾰνισμός''': ὁ, [[διάτρησις]], λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), [[ἔνθα]] ἄλλως: γλυφῆς.
|lstext='''τρῡπᾰνισμός''': ὁ, [[διάτρησις]], λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), [[ἔνθα]] ἄλλως: γλυφῆς.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[τρυπανίζω]]<br />[[διάνοιξη]] οπής ή τρήματος με [[τρυπάνι]], [[τρυπάνιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[εγχείρηση]] που συνίσταται στη [[διάνοιξη]] στομίου σε [[οστό]] το οποίο περιβάλλει οστική [[κοιλότητα]], [[ανάτρηση]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπανισμός Medium diacritics: τρυπανισμός Low diacritics: τρυπανισμός Capitals: ΤΡΥΠΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trypanismós Transliteration B: trypanismos Transliteration C: trypanismos Beta Code: trupanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A boring, piercing, Aq.Is.54.12.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπᾰνισμός: ὁ, διάτρησις, λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), ἔνθα ἄλλως: γλυφῆς.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ τρυπανίζω
διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση
νεοελλ.
ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση.