ὑάλεος: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(6_3) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑάλεος''': [ᾰ], -α, -ον, ([[ὕαλος]]) = [[ὑάλινος]], ὁ ἐξ ὑάλου, [[κύλιξ]] Ἀνθ. Π. 6. 33· [[ὄψις]], ὡς [[ὕαλος]], λαμπρά, [[αὐτός]], 12, 249· - συνῃρ. [[ὑαλοῦς]], ῆ, οῦν, [[ὑάλινος]], «γυαλένιος», ὑαλᾶ σκεύη Στράβ. 200· ἐκπώματα ὑαλᾶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25· [[ὡσαύτως]] ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 129D, Κλήμ. Ἀλ. 191· ἴδε ἐν λέξ. [[ὕαλος]]. | |lstext='''ὑάλεος''': [ᾰ], -α, -ον, ([[ὕαλος]]) = [[ὑάλινος]], ὁ ἐξ ὑάλου, [[κύλιξ]] Ἀνθ. Π. 6. 33· [[ὄψις]], ὡς [[ὕαλος]], λαμπρά, [[αὐτός]], 12, 249· - συνῃρ. [[ὑαλοῦς]], ῆ, οῦν, [[ὑάλινος]], «γυαλένιος», ὑαλᾶ σκεύη Στράβ. 200· ἐκπώματα ὑαλᾶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25· [[ὡσαύτως]] ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 129D, Κλήμ. Ἀλ. 191· ἴδε ἐν λέξ. [[ὕαλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έα, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> <i>ὑαλοῡς</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, (ὕαλος)
A = ὑάλινος, of glass, κύλιξ AP6.33 (Maec.); ὄψις glass-coloured, ib.12.249 (Strat.):—contr. ὑᾰλοῦς, ῆ, οῦν, of glass, ὑαλᾶ σκεύη Str.4.5.3; ἐκπώματα Luc.Hist.Conscr.25; λάγυνοι POxy.1294.6 (ii/iii A. D.); also ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Hippoloch. ap. Ath.4.129d, Antyll. ap. Orib.7.16.13, Sor.Fract.2, PFay.104.1 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1168] zsgzgn ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, gläsern, von Glas; ὑαλᾶ σκεύη, Strab. 4, 5, 3; D. C. 57, 21 u. Anth.; auch = wie Glas durchsichtig. – [Bei Ep. in der Vershebung auch mit langer Anfangssylbe, Qu. Maec. 7 (VI, 33) Strat. 88 (XII, 249).]
Greek (Liddell-Scott)
ὑάλεος: [ᾰ], -α, -ον, (ὕαλος) = ὑάλινος, ὁ ἐξ ὑάλου, κύλιξ Ἀνθ. Π. 6. 33· ὄψις, ὡς ὕαλος, λαμπρά, αὐτός, 12, 249· - συνῃρ. ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, ὑάλινος, «γυαλένιος», ὑαλᾶ σκεύη Στράβ. 200· ἐκπώματα ὑαλᾶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25· ὡσαύτως ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 129D, Κλήμ. Ἀλ. 191· ἴδε ἐν λέξ. ὕαλος.
Greek Monolingual
-έα, -ον, Α
βλ. ὑαλοῡς.