υἱωνεύς: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''υἱωνεύς''': έως, ὁ, (υἱὸς) υἱὸς υἱοῦ, [[ἔγγονος]], Ἰλ. Β. 666, Ὀδ. Ω. 514, Πλούτ., κλπ.· - [[ὡσαύτως]] υἱωνός, ἡ, ἡ ἐγγόνη, Νικήτ. Χρον. 330C· ἀλλὰ υἱωνὴ παρ’ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 22, 1· ἴδε Θωμ. Μάγιστρ. 850, Μοῖρ. - Πρβλ. [[ὑϊδοῦς]]. | |lstext='''υἱωνεύς''': έως, ὁ, (υἱὸς) υἱὸς υἱοῦ, [[ἔγγονος]], Ἰλ. Β. 666, Ὀδ. Ω. 514, Πλούτ., κλπ.· - [[ὡσαύτως]] υἱωνός, ἡ, ἡ ἐγγόνη, Νικήτ. Χρον. 330C· ἀλλὰ υἱωνὴ παρ’ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 22, 1· ἴδε Θωμ. Μάγιστρ. 850, Μοῖρ. - Πρβλ. [[ὑϊδοῦς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υἱωνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, = sq., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, = υἱωνός, Ammon.
Greek (Liddell-Scott)
υἱωνεύς: έως, ὁ, (υἱὸς) υἱὸς υἱοῦ, ἔγγονος, Ἰλ. Β. 666, Ὀδ. Ω. 514, Πλούτ., κλπ.· - ὡσαύτως υἱωνός, ἡ, ἡ ἐγγόνη, Νικήτ. Χρον. 330C· ἀλλὰ υἱωνὴ παρ’ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 22, 1· ἴδε Θωμ. Μάγιστρ. 850, Μοῖρ. - Πρβλ. ὑϊδοῦς.
Greek Monolingual
-έως, ὁ ΜΑ
βλ. υἱωνός.