ὑπόπωλος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui allaite <i>ou</i> élève un poulain (jument).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πῶλος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui allaite <i>ou</i> élève un poulain (jument).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πῶλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για θηλυκό [[άλογο]]) αυτός που έχει από [[κάτω]] του και θηλάζει [[πουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]], νεαρό ζώο» (<b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-<i>πωλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a foal at foot, of a mare, Str.8.3.28, Hippiatr. 114; κάμηλος PGen.30.7 (ii A. D.); cf. ὕπαρνος.
German (Pape)
[Seite 1230] ein Fohlen unter sich habend, es säugend, ἵππος Strab. 8, 3,28.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπωλος: -ον, ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἡ ἔχουσα ὑφ’ ἑαυτὴν πῶλον, Στράβ. 351· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπορτις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui allaite ou élève un poulain (jument).
Étymologie: ὑπό, πῶλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιδίως για θηλυκό άλογο) αυτός που έχει από κάτω του και θηλάζει πουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πῶλος «πουλάρι, νεαρό ζώο» (πρβλ. ὑπέρ-πωλος)].