φιλοφρονητικός: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(6_10) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοφρονητικός''': -ή, -όν, [[φιλικός]], [[ἀγαθός]], εὔνους, Προκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225, 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ζ. 27, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 145, κλπ. | |lstext='''φῐλοφρονητικός''': -ή, -όν, [[φιλικός]], [[ἀγαθός]], εὔνους, Προκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225, 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ζ. 27, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 145, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φιλοφρονητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φιλοφρονῶ]]<br />[[φιλόφρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται από [[φιλοφρόνηση]], που εκφράζει [[φιλοφροσύνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοφρονητικώς</i> και <i>φιλοφρονητικά</i> Ν<br />με [[φιλοφρόνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A friendly, kind, Corn.ND24, Procl.Par.Ptol.225; φ. ἀρετή Sch.Pi. P.1.184.
German (Pape)
[Seite 1288] ή, όν, liebreich, freundlich behandelnd, Schol. Ar. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρονητικός: -ή, -όν, φιλικός, ἀγαθός, εὔνους, Προκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225, 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ζ. 27, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 145, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φιλοφρονητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φιλοφρονῶ
φιλόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από φιλοφρόνηση, που εκφράζει φιλοφροσύνη.
επίρρ...
φιλοφρονητικώς και φιλοφρονητικά Ν
με φιλοφρόνηση.