φοινικίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_19) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοινικίτης''': -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. [[οἶνος]], ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40. | |lstext='''φοινικίτης''': -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. [[οἶνος]], ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κρασί]] από καρπούς του δέντρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -<i>οίνικος</i> «[[είδος]] δένδρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[κῑ], ου, ὁ, (
A φοῖνιξ B. 11) φ. οἶνος palm-wine, Dsc.5.31.
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, οἶνος, Palmwein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φοινικίτης: -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. οἶνος, ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κρασί από καρπούς του δέντρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].