χαμαίπιτυς: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_5)
(46)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />ive <i>ou</i> ivette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[πίτυς]].
|btext=υος (ἡ) :<br />ive <i>ou</i> ivette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[πίτυς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ίτυος, ἡ, Α<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών ποωδών [[φυτών]], γνωστών [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πίτυς]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίπῐτυς Medium diacritics: χαμαίπιτυς Low diacritics: χαμαίπιτυς Capitals: ΧΑΜΑΙΠΙΤΥΣ
Transliteration A: chamaípitys Transliteration B: chamaipitys Transliteration C: chamaipitys Beta Code: xamai/pitus

English (LSJ)

ῠος, ἡ,

   A ground-pine, Ajuga Chamaepitys, Nic.Al.56, Apollod. ap. Ath.15.681d, Dsc.3.158, Plin.HN24.29.    2 mountain germander, Teucrium montanum, Dsc. l. c., Plin. l.c.    3 herbivy, Ajuga Iva, Dsc. and Plin. ll.cc.    4 = ὑπερικόν, Dsc.3.154.    5 = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144:—hence χᾰμαιπῐτύϊνος οἶνος wine flavoured with one of these plants, Dsc.5.70.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίπῐτυς: -υος, ἡ, ἡ χαμαὶ φυομένη πίτυς, καλοῦνται δὲ οὕτω τρία εἴδη φυτῶν: 1) Aj…g ἢ Teucrium Iva, χρησιμεύουσα εἰς παρασκευὴν ἀμβλωθριδίου φαρμάκου. 2) μικρότερον εἶδος, T. chamaepitus. 3) T…ps udochamaepitus· - ἴδε Διοσκ. 3. 175, Πλίν. 24. 20· - χᾰμαιπῐτύϊνος οἶνος, παρεσκευασμένος διά τινος τῶν φυτῶν τούτων, Διοσκ. 5. 80.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
ive ou ivette, plante.
Étymologie: χαμαί, πίτυς.

Greek Monolingual

-ίτυος, ἡ, Α
ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + πίτυς.