χαλκόστομος: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à bec d’aigle (éperon de navire);<br /><b>2</b> à ouverture <i>ou</i> à la bouche d’airain (trompette).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[στόμα]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à bec d’aigle (éperon de navire);<br /><b>2</b> à ouverture <i>ou</i> à la bouche d’airain (trompette).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[στόμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινο [[στόμιο]] («χαλκοστόμου κώδωνος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάλκινη [[αιχμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>θρασύ</i>-<i>στομος</i>, <i>στενό</i>-<i>στομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with mouth of bronze, χ. κώδων Τυρσηνική, i.e. a trumpet, S.Aj.17. II with edge or point of bronze, ἔμβολοι A.Pers.415, Aristid.Or.25(43).4; μέτρον POxy.101.40 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1332] mit ehernem od. kupfernem Munde, eherner oder kupferner Mündung; ἐμβολαί, von den Schiffsschnäbeln, Aesch. Pers. 407; κώδων, von den Trompeten, Soph. Ai. 17.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόστομος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν στόμα, χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς (δηλ. σάλπιγγος) Σοφ. Αἴ. 17. ΙΙ. ὁ ἔχων αἰχμὴν ἐκ χαλκοῦ, ἐμβόλοις χαλκοστόμοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 540.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à bec d’aigle (éperon de navire);
2 à ouverture ou à la bouche d’airain (trompette).
Étymologie: χαλκός, στόμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χάλκινο στόμιο («χαλκοστόμου κώδωνος», Σοφ.)
2. αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. θρασύ-στομος, στενό-στομος].