έλπω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(11)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔλπω]] και ἐέλπω (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] ελπίδες<br /><b>2.</b> (μέσ., -<i>ομαι</i>)<br />[[ελπίζω]], [[περιμένω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[φοβάμαι]] [[κάτι]] («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[νομίζω]], [[υποθέτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ενεργητικός]] [[μεταβιβαστικός]] ενεστ. [[έλπω]] [[είναι]] [[υστερογενής]] [[έναντι]] του αρχικού θεματικού ενεστώτος (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, <i>ε</i>(<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, με παρακμ. (<i>F</i>)<i>ε</i>(<i>F</i>)<i>ολπα</i>. Οι τ. αυτοί δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως μπορούν να συνδεθούν με λατ. <i>volup</i>(<i>e</i>) στο <i>volup</i>(<i>e</i>) <i>est</i> «μού [[είναι]] ευχάριστο» [[καθώς]] και με τα ελλ. [[άλπνιστος]] και [[αρπαλέος]]. Παράλληλα [[προς]] το (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i> απαντά και τ. (<i>F</i>)[[έλδομαι]]. Και οι δύο ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[θέλω]], [[εκλέγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vel</i>-<i>le</i>, γερμ. <i>wollen</i> «[[θέλω]]»)].
|mltxt=[[ἔλπω]] και ἐέλπω (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] ελπίδες<br /><b>2.</b> (μέσ., -<i>ομαι</i>)<br />[[ελπίζω]], [[περιμένω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[φοβάμαι]] [[κάτι]] («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[νομίζω]], [[υποθέτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ενεργητικός]] [[μεταβιβαστικός]] ενεστ. [[έλπω]] [[είναι]] [[υστερογενής]] [[έναντι]] του αρχικού θεματικού ενεστώτος (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, <i>ε</i>(<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, με παρακμ. (<i>F</i>)<i>ε</i>(<i>F</i>)<i>ολπα</i>. Οι τ. αυτοί δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως μπορούν να συνδεθούν με λατ. <i>volup</i>(<i>e</i>) στο <i>volup</i>(<i>e</i>) <i>est</i> «μού [[είναι]] ευχάριστο» [[καθώς]] και με τα ελλ. [[άλπνιστος]] και [[αρπαλέος]]. Παράλληλα [[προς]] το (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i> απαντά και τ. (<i>F</i>)[[έλδομαι]]. Και οι δύο ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[θέλω]], [[εκλέγω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>vel</i>-<i>le</i>, γερμ. <i>wollen</i> «[[θέλω]]»)].
}}
}}

Revision as of 20:46, 22 December 2018

Greek Monolingual

ἔλπω και ἐέλπω (Α)
1. δίνω ελπίδες
2. (μέσ., -ομαι)
ελπίζω, περιμένω
3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.)
4. νομίζω, υποθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι του αρχικού θεματικού ενεστώτος (F)έλπομαι, ε(F)έλπομαι, με παρακμ. (F)ε(F)ολπα. Οι τ. αυτοί δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως μπορούν να συνδεθούν με λατ. volup(e) στο volup(e) est «μού είναι ευχάριστο» καθώς και με τα ελλ. άλπνιστος και αρπαλέος. Παράλληλα προς το (F)έλπομαι απαντά και τ. (F)έλδομαι. Και οι δύο ανάγονται σε ΙΕ ρίζα wel- «θέλω, εκλέγω» (πρβλ. λατ. vel-le, γερμ. wollen «θέλω»)].