αεριοστρόβιλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο <b>(Μηχανολ.)</b><br />θερμική [[μηχανή]] που μετατρέπει την [[ενέργεια]] του καυσίμου σε [[μηχανικό]] [[έργο]] χρησιμοποιώντας ως κινητήρια [[δύναμη]] (λειτουργούν [[μέσο]]) θερμό [[αέριο]] υπό [[πίεση]]. Το [[μηχανικό]] [[έργο]] αποδίδεται [[συνήθως]] μέσω ενός περιστρεφόμενου άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>gas turbine</i> (<i>αεριο</i>-[[στρόβιλος]])].
|mltxt=ο <b>(Μηχανολ.)</b><br />θερμική [[μηχανή]] που μετατρέπει την [[ενέργεια]] του καυσίμου σε [[μηχανικό]] [[έργο]] χρησιμοποιώντας ως κινητήρια [[δύναμη]] (λειτουργούν [[μέσο]]) θερμό [[αέριο]] υπό [[πίεση]]. Το [[μηχανικό]] [[έργο]] αποδίδεται [[συνήθως]] μέσω ενός περιστρεφόμενου άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>gas turbine</i> (<i>αεριο</i>-[[στρόβιλος]])].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο (Μηχανολ.)
θερμική μηχανή που μετατρέπει την ενέργεια του καυσίμου σε μηχανικό έργο χρησιμοποιώντας ως κινητήρια δύναμη (λειτουργούν μέσο) θερμό αέριο υπό πίεση. Το μηχανικό έργο αποδίδεται συνήθως μέσω ενός περιστρεφόμενου άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas turbine (αεριο-στρόβιλος)].