αγκλώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) και αγλώ και αγλειώ και [[αγκλιώ]]<br /><b>1.</b> [[αντλώ]] [[νερό]] από [[πηγή]], [[δεξαμενή]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] με [[άντληση]] όλο το [[νερό]] από [[πηγάδι]], [[δεξαμενή]] κ.λπ., για να το καθαρίσω<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[καθαρίζω]] [[τόπο]] από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα [[χωράφι]] από τις πέτρες<br /><b>4.</b> [[σκάβω]] [[βαθιά]] τη γη για [[καλλιέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[αντλώ]], με [[τροπή]] του <i>τλ</i> σε <i>κλ</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[σεῦτλον]]-<i>σεῦκλον</i>].
|mltxt=(-άω) και αγλώ και αγλειώ και [[αγκλιώ]]<br /><b>1.</b> [[αντλώ]] [[νερό]] από [[πηγή]], [[δεξαμενή]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] με [[άντληση]] όλο το [[νερό]] από [[πηγάδι]], [[δεξαμενή]] κ.λπ., για να το καθαρίσω<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[καθαρίζω]] [[τόπο]] από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα [[χωράφι]] από τις πέτρες<br /><b>4.</b> [[σκάβω]] [[βαθιά]] τη γη για [[καλλιέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[αντλώ]], με [[τροπή]] του <i>τλ</i> σε <i>κλ</i>, πρβλ. [[σεῦτλον]]-<i>σεῦκλον</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

(-άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ
1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ.
2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να το καθαρίσω
3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις πέτρες
4. σκάβω βαθιά τη γη για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αντλώ, με τροπή του τλ σε κλ, πρβλ. σεῦτλον-σεῦκλον].