ακαχίζω: Difference between revisions
From LSJ
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκαχίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θλίβω]], [[πικραίνω]] (Όμ. π 432)<br /><b>2.</b> παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος (σε -<i>ίζω</i>) τ. του ρήματος [[ἄχομαι]], που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό ( | |mltxt=[[ἀκαχίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θλίβω]], [[πικραίνω]] (Όμ. π 432)<br /><b>2.</b> παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος (σε -<i>ίζω</i>) τ. του ρήματος [[ἄχομαι]], που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους [[επίσης]] αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και παρακειμένου του ρ. [[ἄχομαι]]: [[ἤκαχε]], <i>ἀκάχησε</i>, [[ἀκάχημαι]], [[καθώς]] και τον ένεστ. τ. [[ἀκαχύνω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀκαχίζω (Α)
1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432)
2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε -ίζω) τ. του ρήματος ἄχομαι, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και παρακειμένου του ρ. ἄχομαι: ἤκαχε, ἀκάχησε, ἀκάχημαι, καθώς και τον ένεστ. τ. ἀκαχύνω].