αριστίνδην: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀριστίνδην]]) <b>επίρρ.</b><br />σύμφωνα με την [[αξία]] του αρίστου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[αριστίνδην]] [[βουλευτής]], [[γερουσιαστής]]» — σύμφωνα με την [[αξία]], [[εκλογή]] από τους καλύτερους<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[συγκρότηση]] της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη [[επιλογή]] του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνδην</i> ([[παρέκταση]] επιρρηματικού σχηματισμού σε -<i>ιν</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. -<i>in</i> ή -<i>im</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[πλουτίνδην]].
|mltxt=(AM [[ἀριστίνδην]]) <b>επίρρ.</b><br />σύμφωνα με την [[αξία]] του αρίστου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[αριστίνδην]] [[βουλευτής]], [[γερουσιαστής]]» — σύμφωνα με την [[αξία]], [[εκλογή]] από τους καλύτερους<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[συγκρότηση]] της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη [[επιλογή]] του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνδην</i> ([[παρέκταση]] επιρρηματικού σχηματισμού σε -<i>ιν</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. -<i>in</i> ή -<i>im</i>)<br />πρβλ. [[πλουτίνδην]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

(AM ἀριστίνδην) επίρρ.
σύμφωνα με την αξία του αρίστου
νεοελλ.
1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» — σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους
2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ίνδην (παρέκταση επιρρηματικού σχηματισμού σε -ιν < ΙΕ. -in ή -im)
πρβλ. πλουτίνδην.