αριστίνδην

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀριστίνδην) επίρρ.
σύμφωνα με την αξία του αρίστου
νεοελλ.
1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» — σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους
2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ίνδην (παρέκταση επιρρηματικού σχηματισμού σε -ιν < ΙΕ. -in ή -im)
πρβλ. πλουτίνδην.