αποθυμώ: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω)<br />[[επιθυμώ]] πολύ [[κάτι]] που μου λείπει, [[λαχταρώ]], [[νοσταλγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[επιθυμώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[πεθυμώ]], [[πιθυμώ]], <i>ποθυμώ</i>) με παρετυμολογική [[επίδραση]] συνθέτων με το προρρηματικό <i>από</i>- ή πιθ. του ρ. [[ποθώ]]].
|mltxt=(-άω)<br />[[επιθυμώ]] πολύ [[κάτι]] που μου λείπει, [[λαχταρώ]], [[νοσταλγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[επιθυμώ]] (πρβλ. και [[πεθυμώ]], [[πιθυμώ]], <i>ποθυμώ</i>) με παρετυμολογική [[επίδραση]] συνθέτων με το προρρηματικό <i>από</i>- ή πιθ. του ρ. [[ποθώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 23 December 2018

Greek Monolingual

(-άω)
επιθυμώ πολύ κάτι που μου λείπει, λαχταρώ, νοσταλγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιθυμώ (πρβλ. και πεθυμώ, πιθυμώ, ποθυμώ) με παρετυμολογική επίδραση συνθέτων με το προρρηματικό από- ή πιθ. του ρ. ποθώ].