αργεννός: Difference between revisions
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργεννός]], -ή, -όν (Α)<br />[[λευκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργεσ</i>-<i>νός</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργεσ</i> -, παράλληλα [[προς]] το θ. <i>αργ</i>- του [[αργός]] (Ι) ( | |mltxt=[[ἀργεννός]], -ή, -όν (Α)<br />[[λευκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργεσ</i>-<i>νός</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργεσ</i> -, παράλληλα [[προς]] το θ. <i>αργ</i>- του [[αργός]] (Ι) (πρβλ. [[αργεστής]]). Πρόκειται για αιολ. τ. (πρβλ. [[ερεβεννός]]), που χρησιμοποιήθηκε στην [[Ιλιάδα]] ως [[επίθετο]] για τα πρόβατα και για τα μάλλινα υφάσματα, αργότερα δε και για άλλα ζώα και αντικείμενα. Από το [[έπος]] το παρέλαβαν και άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές με την αιολική του [[πάντα]] [[μορφή]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀργεννός, -ή, -όν (Α)
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργεσ-νός < θ. αργεσ -, παράλληλα προς το θ. αργ- του αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής). Πρόκειται για αιολ. τ. (πρβλ. ερεβεννός), που χρησιμοποιήθηκε στην Ιλιάδα ως επίθετο για τα πρόβατα και για τα μάλλινα υφάσματα, αργότερα δε και για άλλα ζώα και αντικείμενα. Από το έπος το παρέλαβαν και άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές με την αιολική του πάντα μορφή].