ἁγνόρυτος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(big3_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἁγνόρῠτος) -ον [[de corrientes puras]] ποταμός A.<i>Pr</i>.434. | |dgtxt=(ἁγνόρῠτος) -ον [[de corrientes puras]] ποταμός A.<i>Pr</i>.434. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁγνόρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· [[ποταμός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours limpide.
Étymologie: ἁγνός, ῥέω.
Spanish (DGE)
(ἁγνόρῠτος) -ον de corrientes puras ποταμός A.Pr.434.
Greek Monotonic
ἁγνόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· ποταμός, σε Αισχύλ.